Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσίκι το [katsíki] Ο44 : 1. η κατσίκα. 2. το μικρό της κατσίκας. ΦΡ θα γελάσει* και το παρδαλό ~. 3. (μτφ.) άνθρωπος ζωηρός, ευκίνητος: Σκαρφάλωνε στο βουνό με τέτοια γρηγοράδα· σωστό ~.
κατσικάκι το YΠΟKΟΡ: Για το Πάσχα προτιμήσαμε ~ αντί για αρνάκι. [μσν. κατσίκι < τουρκ. keç(i) -ίκι ( [e > a] ;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσίκι το.
-
- Κατσίκι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [511]), (Σπανός A 470).
[<ουσ. κατσικόν (Georgacas 1982: 148-150 σημ.) + κατάλ. ‑ι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κατσίκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσικίσιος -α -ο [katsikís
os] Ε4 : που ανήκει στην κατσίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Kατσικίσιο γάλα / τυρί. Kατσικίσιο μαλλί, γιδόμαλλο. [κατσίκ(α) -ίσιος]