Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσίκα η [katsíka] Ο25 : ευκίνητο και ζωηρό μηρυκαστικό τετράποδο ζώο με μακρύ ίσιο τρίχωμα και κέρατα, το οποίο εκτρέφεται σε κοπάδια για το γάλα, το κρέας, το τρίχωμα και το δέρμα του. ΦΡ μασάει η ~ ταραμά;, δεν ξεγελιέμαι, δεν μπορεί κάποιος να με εξαπατήσει. || (προφ., μτφ.) αρνητικός χαρακτηρισμός γυναίκας.
κατσικούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κατσίκα < κατσίκ(ι) μεγεθ. -α· κατσίκ(α) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσίκα η.
-
- Κατσίκα:
- (Πεντ. Αρ. XV 27), (Γέν. XV 9).
[<ουσ. κατσικόν (Georgacas 1982: 148-150 σημ.) + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κατσίκα: