Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσίβελος ο [katsívelos] Ο20 θηλ. κατσιβέλα [katsivéla] Ο25 : (προφ.) ο γύφτος. || άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός και συνήθ. άσκημος και απωθητικός.
[μσν. κατσίβελος < βλάχ. cacivel(;) -ος· κατσίβελ(ος) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσίβελος ο.
-
- 1) Τσιγγάνος, γύφτος:
- ήφεραν … ιατρόν κατσίβελον (Σπανός A 481).
- 2) (Σε θέση επιθ.) φτωχός, ταλαίπωρος· μαυριδερός, μαυρισμένος (από τη δουλειά του· πβ. μαυροκατσίβελος, μαυροατσίγγανος):
- γέρων φουρνιάρης …, ο κατσίβελος χωριάτης πὄκαμε πολλά γυφτούδια (Πτωχολ. A 275· Σπανός A 490).
[<ιταλ. cattivello (<μεσν. λατ. captivellus, Blaise). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Τσιγγάνος, γύφτος: