Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσί
24 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κατσί το,
βλ. κατσί(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
κατσί(ν) το.
  • Γάτα:
    • ουκ είχαν τι να φάγουν, εφάγασιν τους ποντικούς ομοίως και τα κατσία (Χρον. Μορ. H 2932· Περί γέρ. 107).

[<ουσ. κατίν. Η λ. (ί) στο Du Cange (τζί) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος : 1. (οικ.) για επιφάνεια με πέλος που έχει χάσει τη λάμψη και την απαλότητά της: Kάτσιασαν οι πετσέτες / οι φλοκάτες. 2. για ζωντανό οργανισμό που φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η ανάπτυξή του, που έχει χάσει τη ζωηρότητά του, που έχει πέσει σε μαρασμό: H λεμονιά όσο πάει και κατσιάζει. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. || Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια.

[μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α) `γάτα΄ δες στο γατί) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] (σύγκρ. κληματίδα > κληματσίδα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσιάζω.
  • Χάνω την απαλότητα και τη φρεσκάδα:
    • να μην κατσιάσουν τα ρούχα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125).

[<ουσ. κατσί + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάτσιασμα το [kátsxazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του κατσιάζω.

[κατσιασ- (κατσιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσίβελο το.
  • α) (Στον πληθ.) μικροαντικείμενα, σκεύη, ιδ. μεταλλικά έπιπλα (σπιτιού, μαγαζιού):
    • την κασέλα ντου, απού έχει μέσα τα τορνέσα του και άλλα πολλά κατσίβελα (Κατά ζουράρη 106· Διαθ. Ακοτ. 14830
  • β) εργαλείο τεχνίτη:
    • κάθα λογής κατσίβελο οπού έχει τση τέχνης του (Βαρούχ. 4122).

[πιθ. σχετ. με το ουσ. κατσίβελος. Η λ. στο Βλάχ. (κατζίβελα) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσίβελος ο [katsívelos] Ο20 θηλ. κατσιβέλα [katsivéla] Ο25 : (προφ.) ο γύφτος. || άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός και συνήθ. άσκημος και απωθητικός.

[μσν. κατσίβελος < βλάχ. cacivel(;) -ος· κατσίβελ(ος) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσίβελος ο.
  • 1) Τσιγγάνος, γύφτος:
    • ήφεραν … ιατρόν κατσίβελον (Σπανός A 481).
  • 2) (Σε θέση επιθ.) φτωχός, ταλαίπωρος· μαυριδερός, μαυρισμένος (από τη δουλειά του· πβ. μαυροκατσίβελος, μαυροατσίγγανος):
    • γέρων φουρνιάρης …, ο κατσίβελος χωριάτης πὄκαμε πολλά γυφτούδια (Πτωχολ. A 275· Σπανός A 490).

[<ιταλ. cattivello (<μεσν. λατ. captivellus, Blaise). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσίκα η [katsíka] Ο25 : ευκίνητο και ζωηρό μηρυκαστικό τετράποδο ζώο με μακρύ ίσιο τρίχωμα και κέρατα, το οποίο εκτρέφεται σε κοπάδια για το γάλα, το κρέας, το τρίχωμα και το δέρμα του. ΦΡ μασάει η ~ ταραμά;, δεν ξεγελιέμαι, δεν μπορεί κάποιος να με εξαπατήσει. || (προφ., μτφ.) αρνητικός χαρακτηρισμός γυναίκας. κατσικούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κατσίκα < κατσίκ(ι) μεγεθ. -α· κατσίκ(α) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσίκα η.
  • Κατσίκα:
    • (Πεντ. Αρ. XV 27), (Γέν. XV 9).

[<ουσ. κατσικόν (Georgacas 1982: 148-150 σημ.) + κατάλ. α. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες