Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσάδα η [katsáδa] Ο25α : επιτίμηση με έντονο τρόπο, συνήθ. ως αποτέλεσμα στιγμιαίας οργής: Mου ΄βαλε μια / έφαγα ~!
[βεν. cazzada `καλαμπούρι, χλευασμός΄]