Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατρακύλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατρακύλα η [katrakíla] Ο25α : 1. απότομη και ανώμαλη πτώση σε μια κατηφορική επιφάνεια: Πήρε μια ~! 2. (μτφ., προφ.) οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός. (έκφρ.) παίρνω την ~.

[κατρακυλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες