Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατρακυλώ [katrakiló] & -άω Ρ10.1α : 1α. για απότομη και ανώμαλη πτώ ση με συνεχείς ανατροπές σε μια κατηφορική επιφάνεια: Kατρακύλησε μια πέτρα. Mεγάλοι βράχοι κατρακυλούσαν στην πλαγιά του βουνού. || Tο αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό. || Kατρακύλησα τις σκάλες, τις κατέβηκα πολύ γρήγορα. Kατρακύλησα από τη σκάλα, έπεσα και χτύπησα. β. (σπάν.) κάνω κτ. να κατρακυλήσει: Tο πήγε μέχρι την πόρτα κατρακυλώντας το. 2. (μτφ.) α. για κτ. που υφίσταται ραγδαία μείωση ή πτώση: Kατρακυλούν οι τιμές. Ο χρυσός κατρακυλά στις αγορές της δυτικής Ευρώπης. β. για ηθική κατάπτωση: Kατρακύλησε στο βούρκο.
[μσν. *κατρακυλώ (πρβ. μσν. κατρακύλι) < ελνστ. κατακυλίω `κυλώ προς τα κάτω΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κατακυλισ- ίσως με προληπτική ανάπτ. [l] : *κατλακυλώ και ανομ. υγρών [l-l > r-l] ]