Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατράμι το [katrámi] Ο44 : (οικ.) ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ρητινούχων ξύλων: Mαύρος σαν ~, και με επίταση μαύρος ~.
[ιταλ. catra m(e) -ι < αραβ. qatrā (πρβ. τουρκ. katran (< αραβ.) > διαλεκτ. κατράνι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατράμι το.
-
- Ρευστή πίσσα:
- (Αχέλ. 437, 1776).
[<ιταλ. catrame. Τ. ‑νι στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ρευστή πίσσα: