Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοχύρωση η [katoxírosi] Ο33 : η εξασφάλιση με νομικά μέσα ενός πράγματος, η προστασία ενός δικαιώματος από διεκδίκηση τρίτου, καταστρατήγηση, καταστροφή, εξαφάνιση κτλ.: Διεκδικούν τη θεσμική ~ των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων. Επαγγελματική ~. Nομική ~. || ~ βαθμολογίας, σε εξετάσεις, η διατήρηση του βαθμού για την επόμενη ή για τις επόμενες εξεταστικές περιόδους.
[λόγ. κατοχυρω- (δες κατοχυρώνω) -σις > -ση]