Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατοχικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοχικός -ή -ό [katoxikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κατοχή2: Kατοχικά στρατεύματα. Kατοχικές κυβερνήσεις. || Kατοχική γενιά. 2. (παρωχ., μτφ.) για πρόσωπο ή για πράγμα που το χαρακτηρίζει ένδεια, έλλειψη, αδυναμία κτλ. και ως ουσ. ο κατοχικός, άνθρωπος πολύ αδύνατος και καχεκτικός.

[λόγ. κατοχ(ή)2 -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες