Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατοστάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοστάρα η [katostára] & εκατοστάρα η [ekatostára] Ο25α : (προφ.) 1. λαμπτήρας με ισχύ εκατό βατ. || (ως επίθ.): ~ λάμπα. 2. εκατό πόντοι στο μπάσκετ: Mας έριξαν μια ~. 3. μοτοσικλέτα με μηχανή εκατό κυβικών.

[εκατοστ(ή) -άρα και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες