Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατορθώνω [katorθóno] (σπάν.) -εται Ρ1 : με προσπάθεια και κόπο πετυχαίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κτ. πολύ δύσκολο, κτ. που το έχω θέσει ως στόχο· καταφέρνω: Θα κατορθώσει άραγε να περάσει τις εξετάσεις; Δεν κατόρθωσα να τον δω. Δεν κατορθώθηκε να
, δεν κατόρθωσαν να
|| Ποτέ δε θα κατορθώσει τίποτα στη ζωή του.
[λόγ. < αρχ. κατορθ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατορθώνω.
-
- 1)
- α) Πραγματοποιώ (με κόπο), καταφέρνω, πετυχαίνω:
- με τας μαγείας του εκατόρθωνε πολλά (Χρον. 308)·
- β) τακτοποιώ, ρυθμίζω· βάζω σε τάξη:
- εκατορθώσασιν τες συμφωνίες τους όλες (Χρον. Μορ. H 8841)·
- εκατόρθωσεν ο πρίγκιπας τον λαόν του (Χρον. Μορ. P 8621)·
- γ) συγκροτώ· φτιάχνω:
- εκατόρθωσα ετούτην την αρμάδαν εξοπλισμένην εύμορφα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 143)·
- θυμιατά λαμπρώς να κατορθώσεις (Ιστ. Βλαχ. 1672).
- α) Πραγματοποιώ (με κόπο), καταφέρνω, πετυχαίνω:
- 2) «Καταφέρνω» κάπ., «συγυρίζω»:
- επεί μάθει (ενν. η γυναίκα) μαντεύματα, τότε τον κατορθώνει (ενν. τον άνδρα της) (Σπαν. (Ζώρ.) V 642).
- 3) Φρ. κατορθώνω εις τέφραν = αποτεφρώνω:
- (Θησ. Β´ [736]).
[αρχ. κατορθόω. Η λ. και σήμ.]
- 1)