Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοπτρικός -ή -ό [katoptrikós] Ε1 : (φυσ.) 1. που αναφέρεται στο κάτοπτρο: Kατοπτρικά όργανα. Kατοπτρική μέτρηση. Kατοπτρικό τηλεσκόπιο. || (ως ουσ.) η κατοπτρική, κλάδος της οπτικής που μελετά τα φαινόμενα της ανακλάσεως του φωτός επάνω σε λείες και στιλπνές επιφάνειες. 2. που είναι όμοιος με κπ. άλλο, αλλά έχει την αντίθετη διάταξη, όπως θα εικονιζόταν μέσα σε έναν καθρέφτη: Kατοπτρική εικόνα. Tο δεξί χέρι είναι η κατοπτρική εικόνα του αριστερού.
[λόγ. < ελνστ. κατοπτρικός]