Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοπτεύω [katoptévo] Ρ5.1α : από ένα υψηλό σημείο παρατηρώ, ανιχνεύω ή ελέγχω με το βλέμμα μια περιοχή: Aπό την κορυφή του λόφου κατόπτευε την κοιλάδα.
[λόγ. < ελνστ. κατοπτεύω `εξετάζω με προσοχή, κατασκοπεύω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατοπτεύω.
-
- Κοιτάζω, βλέπω, εξετάζω:
- πάσαν την γην εκείνην κατοπτεύσαι (Βίος Αλ. 4411).
[αρχ. κατοπτεύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κοιτάζω, βλέπω, εξετάζω: