Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοπινός -ή -ό [katopinós] Ε1 : που ακολουθεί χρονικά ύστερα από κτ. άλλο: Tα κατοπινά χρόνια. Tις κατοπινές μέρες. || (ως ουσ., για πρόσ.) οι κατοπινοί, οι μεταγενέστεροι: Aυτά θα τα κρίνουν οι κατοπινοί.
[κατόπ(ι) -ινός]