Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοικώ [katikó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. για σύνολα ανθρώπων που διαμένουν σ΄ έναν τόπο: Όσοι κατοικούν στις βόρειες χώρες
Στην πόλη κατοικούν κυρίως μετανάστες. || (παθ. στο γ' πρόσ.) για μέρος στο οποίο κατοικεί κάποιος ή για μέρος το οποίο είναι κατοικήσιμο: H περιοχή κατοικείται από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Tο χωριό δεν κατοικείται πια. || H πολυκατοικία δεν κατοικήθηκε ακόμα. 2. (ενεργ.) σε επίσημο ύφος, είμαι εγκατεστημένος σε κάποιο μέρος, κατοικώ κάπου μόνιμα: Kατοικεί στην Aθήνα. Πού κατοικείτε; Δεν κατοικεί πλέον στην Ελλάδα. || έχω κάπου το σπίτι μου, την κατοικία μου: Kατοικεί στην οδό Aχαρνών. Kατοικούν στον πέμπτο όροφο. Ο κύριος Δημητρίου δεν κατοικεί πια εδώ.
[λόγ. < αρχ. κατοικῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατοικώ.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Εγκαθιστώ, βάζω κάπ. να κατοικήσει κάπου:
- ήφερεν όλον τον λαόν εις την Κωνσταντινούπολιν και τους εκατοίκησεν (Μ. Χρονογρ. 3613).
- 2) Καταλαμβάνω τόπο για να κατοικήσω:
- του ρηγός οι άνθρωποι ευθύς κατοίκησάν το (ενν. το Μπαστούνι) (Κορων., Μπούας 79).
- 1) Εγκαθιστώ, βάζω κάπ. να κατοικήσει κάπου:
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Διαμένω, κατοικώ, εγκαθίσταμαι:
- να κατοικάς με τσι βοσκούς στα δάση (Φορτουν. Ιντ. β´ 153)·
- εκατοικήσαν εις την Κύπρον (Μαχ. 249)·
- φρ. κατοικώ σκότει = κρύβομαι:
- (Βίος Αλ. 3994)·
- β) (προκ. για στρατό) στρατοπεδεύω:
- (Κορων., Μπούας 123).
- α) Διαμένω, κατοικώ, εγκαθίσταμαι:
- 2) (Μεταφ.) βρίσκομαι:
- σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι (Ερωτόκρ. Α´ 659).
- 3) Ανήκω:
- πάσα νησί που κατοικά σε μένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57621).
- 1)
- Η μτχ. ενεστ. κατοικούμενος ως ουσ. = κάτοικος:
- (Θησ. Δ´ [132]).
[αρχ. κατοικέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.