Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοικοεδρεύω [katikoeδrévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κατοικώ κάπου μόνιμα, εκεί όπου έχω και την έδρα των δραστηριοτήτων μου: Πού κατοικοεδρεύεις τώρα;
[λόγ. κατοικ(ώ) -ο- + εδρεύω (αρχικά για άτομα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα)]