Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοικίδιος -α -ο [katikíδios] Ε6 : για ζώα εξημερωμένα που ζουν κοντά στον άνθρωπο, που μένουν σπίτι μαζί του: Ο σκύλος είναι κατοικίδιο ζώο.
[λόγ. < ελνστ. κατοικίδιος, αρχ. σημ.: `θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι΄]