Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοικία η [katikía] Ο25 : στεγασμένος χώρος που τον χρησιμοποιεί κάποιος ως διαμονή: Οι πρώτοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ως κατοικίες τα σπήλαια. Σπίτι με τρεις κατοικίες, διαμερίσματα. Mόνιμη / παραθεριστική ~. Δάνειο για αγορά πρώτης κατοικίας. Δεύτερη ~, το εξοχικό σπίτι. Διεύθυνση κατοικίας. Aλλαγή κατοικίας. Περιοχή κατοικίας, σε αντιδιαστολή προς το εμπορικό κέντρο ή το βιομηχανικό τομέα μιας πόλης. || Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ~ των δώδεκα θεών. || (μτφ.): Tο σώμα είναι η προσωρινή ~ της ψυχής.
[λόγ. < ελνστ. κατοικία, αρχ. σημ.: `τρόπος διαμονής΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατοικία η· κατοικιά.
-
- 1)
- α) Οικία, σπίτι:
- τση κατοικιάς του τα κλειδιά (Ερωτόκρ. Α´ 1298)·
- β) (γενικ.) οικήματα, εγκαταστάσεις:
- δεν εμπόρεσεν η γης τις κατοικιές τους να σηκώσει (Πεντ. Γέν. XXXVI 7).
- α) Οικία, σπίτι:
- 2) Τόπος εγκατάστασης, διαμονής· διαμονή, εγκατάσταση:
- κάθα μυρισμένο στήθος σκουλήκω κατοικιά κάνω (Ερωφ. Πρόλ. 89)·
- ο τόπος είναι πάντρεπνος, καλός εις κατοικίαν (Αχιλλ. N 651).
[αρχ. ουσ. κατοικία. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)