Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοικήσιμος -η -ο [katikísimos] Ε5 : που μπορεί να κατοικηθεί: Οι αστροναύτες διαπίστωσαν ότι η σελήνη δεν είναι κατοικήσιμη. H αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών έκανε πολλές περιοχές μη κατοικήσιμες. Tα λυόμενα σπίτια δεν πρέπει να έχουν κατοικήσιμη επιφάνεια μεγαλύτερη από 50 τ.μ. Tο σπίτι δεν είναι κατοικήσιμο, είναι σε κακή κατάσταση.
[λόγ. κατοικη- (κατοικώ) -σιμος]