Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατιτί [katití] αντων. αόρ. (άκλ.) : (προφ.) χρησιμοποιείται στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού με τη σημασία κάποιο πράγμα· κάτι: Δώσ΄ του ~ για να φύγει. Ξέρω κι εγώ ~.
[< κάτι + τι (προφ.: [kati tí] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατιτίς [katitís] αντων. αόρ. (άκλ.) : (λαϊκότρ., προφ.) κατιτί: Ελάτε, εγγονάκια μου, έχω ~ να σας δώσω. || το κατιτίς, για κτ. το επιπλέον, το σημαντικό, το ιδιαίτερο: Mεγάλωσαν τα παιδιά και θέλουν το ~ τους. Διαφέρει, έχει το ~ του.
[< κατιτί με προσθήκη -ς κατά το τίποτις]