Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηφόρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηφόρα η [katifóra] Ο25α : επιφάνεια εδάφους και ειδικότερα δρόμος που έχει μικρή ή μεγάλη κλίση προς τα κάτω· κατήφορος. ANT ανηφόρα: Πήραμε τρέχοντας την ~. || κλίση δρόμου, εδάφους προς τα κάτω: Ο δρόμος έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες.

[κατήφορ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες