Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηφορικός, επίθ.· κατωφορικός.
-
- Επικλινής, κατηφορικός:
- να τρέχει ποταμός … εις κατωφορικόν τόπον (Τρωικά 53413).
[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. ‑ικός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Επικλινής, κατηφορικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηφορικός -ή -ό [katiforikós] Ε1 : για επικλινή επιφάνεια, κυρίως για έδαφος ή δρόμο που έχει κλίση προς τα κάτω. ANT ανηφορικός.
κατηφορικά ΕΠIΡΡ: Ο δρόμος προχωρεί ~. [μσν. κατωφορικός < κατώφορ(ος) -ικός με αλλ. του φων. κατά το κατήφορος]