Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηφορίζω [katiforízo] Ρ2.1α : ακολουθώ πορεία, κατεύθυνση προς τα κάτω, κατεβαίνω. ANT ανηφορίζω. 1. βαδίζω, προχωρώ επάνω σε επικλινές, κατηφορικό έδαφος: Πήραμε το μονοπάτι και κατηφορίσαμε προς το χωριό. || (προφ.) για μετακίνηση από βορρά προς νότο ή από την περιφέρεια προς το κέντρο: Λέμε να κατηφορίσουμε για την Aθήνα. 2. για έδαφος, δρόμο που έχει κλίση προς τα κάτω: Ο δρόμος από ένα σημείο και πέρα κατηφορίζει απότομα.
[μσν. κατωφορίζω < κατώφορ(ος) -ίζω με αλλ. του φων. κατά το κατήφορος (δες λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηφορίζω· καταφορίζω.
-
- 1) Κατεβαίνω:
- βλέπεις σκάλαν πέτρινην και δη καταφορίζεις (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1198).
- 2) (Mεταφ.) χειροτερεύω· ξεπέφτω:
- εβλέπει (ενν. η χήρα) … το οσπίτιν της πάντα κατηφορίζει (Σπαν. (Ζώρ.) V 542).
[<ουσ. κατήφορος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Κατεβαίνω: