Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηφής, επίθ.
-
- Σκυθρωπός, λυπημένος· ντροπιασμένος:
- (Ψευδο-Σφρ. 39417)·
- οι … γαυριωμένοι το πρότερον άφνω κατηφείς ευρέθησαν και αχρείοι (Καναν. 506).
[αρχ. επίθ. κατηφής. Η λ. και σήμ.]
- Σκυθρωπός, λυπημένος· ντροπιασμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηφής -ής -ές [katifís] Ε10 : που η έκφραση του προσώπου του δείχνει την κακή ψυχική του διάθεση, δηλαδή τη στενοχώρια, τη δυσαρέσκεια, τη μελαγχολία κτλ.· σκυθρωπός: Kαθόταν ~ και αμίλητος, η εμφάνιση όμως των παιδιών τον έκανε να χαμογελάσει.
[λόγ. < αρχ. κατηφής]