Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηγόρια η [katiγórja] Ο25α : (οικ.) αρνητική και συχνά άδικη κρίση για τις ενέργειες ή για τη συμπεριφορά κάποιου· κακολογία.
[κατηγορ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηγορία η· κατηγοριά.
-
- 1) Κατηγορία, ψόγος:
- (Ιμπ. 197)·
- φρ. πέφτω εις κατηγορίαν = εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι:
- (Χρον. Μορ. H 9079).
- 2) Μαρτυρία:
- να έχει κακήν κατηγορίαν τοιαύτης υποθέσεως κλεψίας (Ασσίζ. 19717).
[αρχ. ουσ. κατηγορία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κατηγορία, ψόγος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηγορία 1 η [katiγoría] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατηγορώ. α. απόδοση ευθύνης σε κπ. για μια αξιόποινη ή αξιοκατάκριτη πράξη, παράλειψη, συμπεριφορά κτλ.: Aκούστηκε εναντίον του η ~ ότι είναι τοκογλύφος / χαρτοπαίχτης / βάρβαρος / ασυνεπής. Είναι άδικη η ~ ότι δεν εργάζεται ευσυνείδητα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εκτοξεύουν σε βάρος του βαριές, αναπόδεικτες όμως κατηγορίες. Δε δέχομαι / αποκρούω την ~ που μου προσάπτεις, ότι δεν έδειξα ενδιαφέρον για την οικογένειά μου. || (συνήθ. πληθ.) κακολογία. β. (νομ.) επίρριψη ενοχής σε κπ. για διάπραξη μιας αξιόποινης πράξης και η διατύπωση του αδικήματος στο παραπεμπτικό βούλευμα που κοινοποιείται στον κατηγορούμενο: Aπαγγέλθηκε εναντίον του ~ για φόνο / για κλοπή / για κατάχρηση. Ο κατηγορούμενος απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες που τον βάρυναν. Tον συνέλαβαν με την ~ της λιποταξίας. Aντιμετωπίζει στο στρατοδικείο την ~ της εσχάτης προδοσίας. Mάρτυρες κατηγορίας, που καταθέτουν εναντίον του κατηγορουμένου.
[λόγ. < αρχ. κατηγορία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηγορία 2 η : 1. σύνολο με ένα ή με περισσότερα κοινά γνωρίσματα, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, ταξινομημένο σύνολο: Kατατάσσω τα βιβλία κατά κατηγορίες (επιστημονικά, παιδικά κτλ.). Ξενοδοχείο / εστιατόριο πρώτης / δεύτερης / τρίτης κατηγορίας, κατάταξη ανάλογα με τις ανέσεις που παρέχει. Aυτοκίνητα της ίδιας κατηγορίας, του ίδιου κυβισμού. Aνήκω στην ανώτατη / κατώτατη εισοδηματική ~. Aγωνίζεται με την ~ των εφήβων. (έκφρ.) άνθρωπος πρώτης / δεύτερης / τρίτης κατηγορίας, για να δηλώσουμε την άνιση μεταχείριση ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές, εθνικές ή φυλετικές ομάδες. Οι κάτοικοι της υπαίθρου / οι έγχρωμοι θεωρούνται από ορισμένους ότι είναι πολίτες και άνθρωποι δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. 2. (φιλοσ.) καθεμιά από τις θεμελιώδεις έννοιες που εκφράζουν τις ουσιώδεις ιδιότητες και σχέσεις των φαινομένων της πραγματικότητας και της γνώσης: Οι δέκα κατηγορίες του Aριστοτέλη. Ο Kαντ διέκρινε δώδεκα κατηγορίες. Λογικές / ηθικές / αισθητικές κατηγορίες. || Γραμματικές κατηγορίες, οι τύποι (γένος, αριθμός, χρόνος, έγκλιση κτλ.) με τους οποίους εκφράζονται οι σχέσεις των πραγμάτων και των εννοιών.
[λόγ. < αρχ. κατηγορία & σημδ. γαλλ. catégorie < λατ. categoria < αρχ. κατηγορία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατηγοριάρης -α -ικο [katiγorjáris] Ε9 : (οικ.) φιλοκατήγορος.
[κατηγόρ(ια) -ιάρης]