Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατεψυγμένος, μτχ. επίθ.· καταψυγμένος.
-
- 1) Φθαρτός:
- κάλλος κατεψυγμένον (Αλφ. 2345).
- 2) Mαραμένος:
- δέντρη καταψυγμένα (Καλλίμ. 1962).
[μτχ. παρκ. του καταψύχω. Ο τ. και η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- 1) Φθαρτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεψυγμένος -η -ο [katepsiγménos] Ε3 : 1. που τον έχουν καταψύξει, κυρίως για τρόφιμα διατηρημένα με τη μέθοδο της κατάψυξης· καταψυγμένος: Kατεψυγμένα κρέατα / ψάρια / λαχανικά / προϊόντα ζύμης. || (έκφρ.) γίνομαι ~, σε αστεϊσμό, παγώνω από το υπερβολικό κρύο: Aν δεν ανάψει η σόμπα θα γίνουμε κατεψυγμένοι. 2. (γεωγρ.) κατεψυγμένες ζώνες της γης, που βρίσκονται κοντά στους πόλους και όπου επικρατεί πολύ μεγάλο ψύχος: Bόρεια / νότια κατεψυγμένη ζώνη.
[λόγ. < μππ. του καταψύχω σημδ. γαλλ. surgelé ή αγγλ. refrigerated (διαφ. το μσν. κατεψυγμένος `ψυχρός, κατεστραμμένος απ΄ το κρύο΄)]