Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατευόδιο το [katevóδio] Ο41 : (λαϊκότρ.) κυρίως στην ευχή καλό ~, καλό ταξίδι ή καλό δρόμο: Tου ευχηθήκαμε καλό ~ / το καλό ~. Kαλό σου ~!
[μσν. κατευόδιο(ν) < κατευοδ(ώ) -ιον (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατευόδιον το· καταυγόδιον· καταυόδιον· κατευόδιο.
-
- 1) Καλό, αίσιο ταξίδι:
- ανισώς και έλθω εις την Κύπρον με καταυγόδιον βοηθώντος Θεού (Μαχ. 21628)·
- (ως ευχή):
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1183).
- 2) Αίσια έκβαση, επιτυχία:
- (Φλώρ. 1160).
- Η λ. και ο τ. κατευόδιο ως επίρρ. = με καλό ταξίδι:
- έφθασε κατευόδιον (Λίμπον. 129).
[<κατευοδώ + κατάλ. ‑ιον. Οι τ. καταυγ‑ και καταυ‑ (σήμ. κυπρ.) στο Somav. (λ. κατευγ‑). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Καλό, αίσιο ταξίδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατευόδιος, επίθ.· καταυγόδιος.
-
- Καλοτάξιδος:
- να πάγει γερός και κατευγόδιος εις το ταξίδιν (Ασσίζ. 29822).
[<επίρρ. κατευόδια]
- Καλοτάξιδος: