Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατευφημώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατευφημώ.
  • Εξυμνώ, εγκωμιάζω:
    • (Διγ. O 2200).

[μτγν. κατευφημέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες