Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατευοδώνω [katevoδóno] -ομαι Ρ1 : συνοδεύω κπ. που φεύγει για να του ευχηθώ καλό ταξίδι ή καλό δρόμο: Στο σταθμό άλλοι καλωσόριζαν και άλλοι κατευόδωναν τους συγγενείς τους. Στο λιμάνι οι ναυτικοί κατευοδώθηκαν από τις οικογένειές τους. Mε κατευόδωσαν ως την εξώπορτα, ξεπροβόδισαν.
[ελνστ. κατευοδ(ῶ) -ώνω `βοηθώ στην πορεία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατευοδώνω,
- βλ. κατευοδώ.