Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατευναστικός -ή -ό [katevnastikós] Ε1 : που συντελεί στον κατευνασμό, στην αποκατάσταση της ηρεμίας ή που χρησιμοποιείται για κατευνασμό, για καταπράυνση: H επίδραση των λόγων του ήταν κατευναστι κή. Kατευναστικά φάρμακα, για τους πόνους ή για την υπερένταση των νεύρων και ως ουσ. τα κατευναστικά.
κατευναστικά ΕΠIΡΡ: Tο φάρμακο έδρασε ~. Οι ψυχραιμότεροι πρέπει να παρέμβουν ~. [λόγ. < ελνστ. κατευναστικός `νανουριστικός΄ κατά τη σημ. του κατευνάζω]