Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατευνασμός ο [katevnazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατευνάζω, αποκατάσταση της ηρεμίας ενός ατόμου ή μείωση της έντασης μιας ψυχικής ή σωματικής αντίδρασης: Ο ~ του οργισμένου πλήθους / της οργής του πλήθους. Επιδιώκεται ο ~ και όχι η διέγερση των πολιτικών παθών. Ο ~ των πόνων / της πείνας.
[λόγ. < ελνστ. κατευνασμός `νανούρισμα΄ κατά τη σημ. του κατευνάζω]