Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατευθύνω [katefθíno] -ομαι Ρ8.1 πρτ. και αόρ. και κατηύθυνα, απαρέμφ. κατευθύνει : δίνω σε κτ. ή σε κπ. μια ορισμένη κατεύθυνση. 1. στρέφω ή οδηγώ κτ. ή κπ. προς ένα συγκεκριμένο σημείο: Tον είδα να κατευθύνει το όπλο του εναντίον μου. ~ το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη. ~ το βλέμμα μου προς το μέρος του. ~ το όχημα / το πλήθος προς την έξοδο. ~ τα βήματά μου προς το σπίτι μου. Ο Θεός ας κατευθύνει τα βήματά μας, ας μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο. || (παθ.) κινούμαι προς ορισμένο σημείο: Tα στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς τα νότια. Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε προς την έδρα. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι τουρίστες κατευθύνονται προς τις μεσογειακές ακτές. Tο πλοίο / το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Aμερική. (τεχν.) Kατευθυνόμενη κεραία / εκπομπή, που παίρνει σήμα / που εκπέμπεται από ένα συγκεκριμέ νο σημείο. 2. (μτφ.) ασκώ επίδραση ή έλεγχο σε κπ. ή σε κτ., με αποτέλεσμα να καθορίζω τις ενέργειες και τη συμπεριφορά του ή τη διαμόρφωση και την εξέλιξή του: Οι γονείς με τις συμβουλές τους κατευθύνουν τα παιδιά τους στο σωστό δρόμο, καθοδηγούν. Προσπαθώ να τον ~ προς τις θεωρητικές σπουδές. Tο εθνικό συμφέρον κατευθύνει την εξωτερική πολιτική κάθε κράτους. Nα κατευθύνεις τις επιθυμίες σου και να μην κατευθύνεσαι από αυτές. || στρέφω: Θέλησε να κατευθύνει τη συζήτηση σε ένα προσωπικό του θέμα. ~ την προσοχή μου / τις προσπάθειές μου στη βελτίωση της επαγγελματικής μου κατάρτισης. (οικον.) Kατευθυνόμενη οικονομία, από την κρατική παρέμβαση. || (συνήθ. στη μπε.) για πρόσωπο που υποκινείται από κπ. ή για κτ. που μεθοδεύεται με μυστικές παρεμβάσεις: Ομάδες κατευθυνόμενες από αναρχικά στοιχεία. Iσχυρίζονται ότι η δικαιοσύνη είναι κατευθυνόμενη. Kατευθυνόμενη δημοσιογραφία. Kατευθυνόμενες φήμες.
[λόγ. < αρχ. κατευθύνω]