Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεργαριά η [katerγarjá] Ο24 : 1. η ιδιότητα του κατεργάρη: Όλοι τον ήξεραν για την τεμπελιά του και για την ~ του. 2. ενέργεια, συμπεριφορά του κατεργάρη: Nομίζω πως μου έκανε κάποια ~. Mε κατεργαριές δεν πας μπροστά στη ζωή.
[κατεργάρ(ης) -ιά]