Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεργάρικος -η -ο [katerγárikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον κατεργάρη: Άρχισε πάλι τα κατεργάρικα τα κόλπα του. || Tου απάντησε με ένα κατεργάρικο γελάκι, πονηρό και τσαχπίνικο.
κατεργάρικα ΕΠIΡΡ. [κατεργάρ(ης) -ικος]