Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεργάρης ο [katerγáris] Ο11 πληθ. και κατεργαραίοι θηλ. κατεργάρα [katerγára] Ο25α : χαρακτηρισμός ανθρώπου που με μικροαπάτες ή με διάφορα τεχνάσματα προσπαθεί να πετύχει κτ. || (συναισθ., πειραχτικά) αυτός που με έξυπνο, πονηρό αλλά και αφοπλιστικό τρόπο καταφέρνει να ικανοποιεί τις επιθυμίες του: Bρε κατεργάρη, τι σοφίστηκες πάλι; Είσαι εσύ μια κατεργάρα! (έκφρ.) μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια. ΦΡ κάθε ~ στον πάγκο του, για να δηλώσουμε ότι έφτασε η ώρα να γυρίσει ο καθένας στη δουλειά του, ύστερα από μια μεγάλη συνήθ. διακοπή. || (ως επίθ.): Kατεργάρα γυναίκα.
κατεργαράκος ο YΠΟKΟΡ. κατεργαρούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κατεργάρης `κωπηλάτης σε κάτεργο (συνήθ. κατάδικος), πανούργος΄ < κάτεργ(ον) -άρης· κατεργάρ(ης) -α· κατεργάρ(ης) -άκος· κατεργάρ(α) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατεργάρης ο· πληθ. κατεργάροι.
-
- 1) Κωπηλάτης σε κάτεργο· ναύτης:
- οι κατεργάροι ελάμνασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37526).
- 2) Πανούργος:
- (Πουλολ. 120 κριτ. υπ).
[<ουσ. κάτεργον + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Du Cange (λ. κάτεργον) και σήμ.]
- 1) Κωπηλάτης σε κάτεργο· ναύτης: