Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεργάζομαι [katerγázome] Ρ2.1β : δίνω σε ένα υλικό, συνήθ. σε μια πρώτη ύλη, με μια σειρά εργασιών, τη μορφή που θα το κάνει κατάλληλο για ορισμένη χρήση: Ο άνθρωπος κατεργάστηκε το χαλκό και το σίδερο για να κατασκευάσει όπλα και σκεύη. Εμπορεύεται κατεργασμένα δέρματα και καπνά / κατεργασμένο μετάξι, μαλλί και βαμβάκι. (λόγ.) (γνωμ.) η πενία* τέχνας κατεργάζεται.
[λόγ. < αρχ. κατεργάζομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατεργάζομαι.
-
- Προετοιμάζω, προπαρασκευάζω:
- Πάθος … κενοδοξίας, πόσα κακά εκατεργάστηκες την οικουμένην! (Πηγά, Xρυσοπ. 109 (54)).
[αρχ. κατεργάζομαι. H λ. και σήμ.]
- Προετοιμάζω, προπαρασκευάζω: