Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεδαφίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατεδαφίζω [kateδafízo] -ομαι Ρ2.1 : γκρεμίζω ένα κτίριο ή κάποια άλλη δομική κατασκευή, με τη βοήθεια των κατάλληλων μηχανημάτων και εργαλείων, έως ότου ισοπεδωθεί: Συνεργεία της πολεοδομίας κατεδάφισαν όλα τα αυθαίρετα κτίσματα. Οι παλιές μονοκατοικίες κατεδαφίστηκαν για να χτιστούν πολυκατοικίες. || καταστρέφω ολοσχερώς: Iσχυρός σεισμός κατεδάφισε την πόλη.

[λόγ. < μσν. κατεδαφίζω `ρίχνω στο έδαφος΄ < κατ(α)- έδαφ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες