Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεδάφιση η [kateδáfisi] Ο33 : η ενέργεια του κατεδαφίζω, σκόπιμο γκρέμισμα ή ολοσχερής καταστροφή: Άρχισε η ~ των ετοιμόρροπων κτιρίων. Aπαγορεύεται η ~ των διατηρητέων κτιρίων. Άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης. Yλικά κατεδαφίσεως, από κατεδάφιση. Άδεια / συνεργείο για ~.
[λόγ. < μσν. κατεδάφισις < κατεδαφι- (κατεδαφίζω) -σις > -ση]