Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεβατός -ή -ό [katevatós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που έχει φορά από επάνω προς τα κάτω, συνήθ. στην έκφραση ~ άνεμος, που κατεβαίνει από το βουνό. || (ως ουσ., λαϊκ.) η κατεβατή, χτύπημα με κίνηση του χεριού από πάνω προς τα κάτω: Έφαγε μια κατεβατή, καρπαζιά, μαχαιριά κτλ.
[ελνστ. καταβατός `που κατεβαίνει απότομα΄ με αλλ. του φων. κατά το κατεβάζω]