Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεβατό το [katevató] Ο38 : σελίδα κειμένου ή κείμενο αρκετά εκτεταμέ νο, που συνήθ. το κρίνουμε ανιαρό και κουραστικό: Bαριέμαι να διαβά σω όλο αυτό το ~. Γράφει κατεβατά ολόκληρα.
[ελνστ. καταβατόν `σελί δα΄ (με αλλ. του φων. κατά το κατεβάζω) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καταβατός `που κατεβαίνει απότομα΄ (τα βιβλία από πάπυρο ξετυλίγονταν από πάνω προς τα κάτω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεβατός -ή -ό [katevatós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που έχει φορά από επάνω προς τα κάτω, συνήθ. στην έκφραση ~ άνεμος, που κατεβαίνει από το βουνό. || (ως ουσ., λαϊκ.) η κατεβατή, χτύπημα με κίνηση του χεριού από πάνω προς τα κάτω: Έφαγε μια κατεβατή, καρπαζιά, μαχαιριά κτλ.
[ελνστ. καταβατός `που κατεβαίνει απότομα΄ με αλλ. του φων. κατά το κατεβάζω]