Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεβασιά η [katevasxá] Ο24 : I. (λαϊκότρ.) 1α. ορμητικό ρεύμα ποταμού ή χειμάρρου: Tο ποτάμι έφερε μια ~ και χάλασε το γεφύρι. β. μπόρα. γ. ισχυρός άνεμος. 2α. δυνατό συνάχι, καταρροή. β. κήλη. γ. καταρράκτης στο μάτι. 3. κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά: Ο δρόμος έγερνε απότομα σε ~. II. (ποδ., προφ.) κάθοδος προς το αντίπαλο τέρμα.
[ελνστ. καταβασία (στη σημ. 2γ) κατά το θ. κατεβασ- του κατεβάζω και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (πρβ. αρχ. κατάβασις `κάθοδος΄)]