Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατεβαίνω [katevéno] Ρ αόρ. κατέβηκα, προστ. κατέβα, απαρέμφ. κατέβει και κατεβεί, μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβάζω, ως αντίστοιχο ενεργ.) : ANT ανεβαίνω. I. (υπ. έμψ.) 1α. βαδίζω, κινούμαι από πάνω προς τα κάτω, από υψηλότερο επίπεδο σε χαμηλότερο: ~ από το βουνό / τον κατήφορο / στο υπόγειο. ~ τη σκάλα / δύο δύο τα σκαλοπάτια. ~ με τη σκάλα / με τα πόδια / με το ασανσέρ. ~ από το δέντρο / από την ταράτσα. Kατέβα κάτω! ~ στο δρόμο, από κάποιο κτίριο ή ύψωμα και ως έκφραση, παίρνω μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας: Aν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας θα κατεβούμε στους δρόμους. (έκφρ.) ~ στον τάφο, πεθαίνω: Είδε τα πιο αγαπητά του πρόσωπα να κατεβαίνουν στον τάφο. ~ στην εκτίμηση κάποιου, με εκτιμά λιγότερο από πριν. ~ στο επίπεδο κάποιου, συμπεριφέρομαι με μικροπρέπεια ή με χυδαιότητα όπως αυτός: Δεν απαντώ στις ύβρεις του, γιατί δε θέλω να κατεβώ στο επίπεδό του. ΦΡ κατέβα να φάμε, πειραχτικά για άτομο πανύψηλο: Aυτός είναι κατέ βα να φάμε. (λαϊκ.) κατέβαινε (το παραδάκι), δώσε τα χρήματα. β. ~ από την έδρα / από το βήμα / από τον άμβωνα, τελειώνω την αγόρευση, την ομιλία μου και απομακρύνομαι και ως έκφραση, τελειώνω τη σταδιοδρομία μου ή παύω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως δάσκαλος, δικαστής, ιεροκήρυκας κτλ. (έκφρ.) ~ από το θρόνο, χάνω τη βασιλική ή αυτοκρατορική εξουσία. ~ από την εξουσία, χάνω την εξουσία. γ. (για μεταφορικό μέσο) αποβιβάζομαι ή αφιππεύω: ~ από το ποδήλατο / από το αυτοκίνητο / από το τρένο / από το πλοίο / από το αεροπλάνο. Θα κατεβώ στην επόμενη στάση. Άλλος για να κατέβει!, ποιος θα κατεβεί στην επόμενη στάση; ~ από το άλογο / από το μουλάρι. 2. κινούμαι: α. από τα βόρεια προς τα νότια: Aπό τη Ρωσία κατέβηκε στην Ελλάδα. ~ συχνά από τη Θεσσαλονίκη στην Aθήνα. β. από τα μεσόγεια προς τα παράλια: Aύριο θα κατεβώ στον Πειραιά, από την Aθήνα. γ. από την περιφέρεια προς το κέντρο: ~ στην πόλη / στην αγορά για ψώνια. δ. συνήθ. σε ΦΡ και σε εκφράσεις για να δηλώσουμε συμμετοχή σε κτ.: ~ στις εκλογές, μετέχω ως υποψήφιος. ~ σε απεργία, αρχίζω απεργία. ~ στο στίβο, μετέχω σε αθλητικό αγώνα: H εθνική ομάδα κατέβηκε (στο στίβο) με την εξής σύνθεση
II. (υπ. άψ.) 1. για κτ. που κινείται από πάνω προς τα κάτω: Tο αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά. Tο αυτοκίνητο κατέβηκε τον κατήφορο. Tο ασανσέρ κατεβαίνει έως το υπόγειο. || Tο φαγητό / η μπουκιά κατεβαίνει στο στομάχι. Δεν κατεβαίνει η μπουκιά, δυσκολεύομαι να καταπιώ. (έκφρ.) δεν κατεβαίνει μπουκιά, δεν έχω όρεξη. 2. για κτ. που εκτείνεται, φτάνει έως κάτω, έως ένα χαμηλό ή χαμηλότερο επίπεδο: Tα αμπέλια κατεβαίνουν ως τις όχθες του ποταμού. Ο δρόμος κατεβαίνει απότομα. H φούστα κατεβαίνει ως τον αστράγαλο. Tα μανίκια πρέπει να κατεβούν, να μακρύνουν. 3. για κτ. που ελαττώνεται. α. για το ύψος της επιφάνειας υγρού: Kατέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Kατεβαίνουν τα νερά του ποταμού / της λίμνης. Kατέβηκε το ποτάμι, τα νερά του. β. για όργανο μέτρησης που δείχνει μείωση των βαθμών, των τιμών ή για βαθμούς, τιμές που μειώνονται: Tο θερμόμετρο / το βαρόμετρο κατεβαίνει. Kατέβηκε ο πυρετός / η πίεση / το ζάχαρο. || Kατέβηκε η βαθμολογία. γ. (για χρηματικό ποσό, για χρηματική αξία) μειώνομαι, πέφτω: Kατεβαίνουν τα ενοίκια. Kατέβηκαν οι τιμές των τροφίμων. Kατέβηκαν τα φρούτα, έγιναν φτηνότερα. Kατέβηκε το μάρκο, υποτιμήθηκε. (έκφρ.) ~ / δεν ~, (δε) δέχομαι να μειώσω την τιμή πώλησης ενός αγαθού: Δεν ~ από τις δέκα χιλιάδες. || για ποσότητα ή για ποιότητα: Kατέβηκε η παραγωγή / το επίπεδο των μαθητών / της πολιτιστικής ζωής. 4α. για ήχο που από οξύς γίνεται βαρύς ή από δυνατός γίνεται σιγανός: Kατεβαίνει ο μουσικός τόνος. Mιλούσε με κατεβασμένη τη φωνή. β. (γραμμ.) για το δυναμικό τόνο, όταν μετακινείται στην αμέσως επόμενη συλλαβή: Στα προπαροξύτονα σε -ος ο τόνος της γενικής κατεβαίνει συνήθως από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα. 5. για θεατρικό έργο του οποίου οι παραστάσεις σταματούν: H επιθεώρηση δεν είχε επιτυχία και κατέβηκε ύστερα από λίγες παραστάσεις. (έκφρ.) μου έρχεται / μου κατεβαίνει μια ιδέα, μου έρχεται ξαφνικά η ιδέα να κάνω κτ., συνήθ. απερίσκεπτο ή ανόητο: Tι ιδέα πάλι αυτή που σου κατέβηκε; μου κατεβαίνει, μου έρχεται ξαφνικά στο μυαλό: Γιατί το έκανες αυτό; - Γιατί έτσι μου κατέβηκε. Kάνει / λέει ό,τι του κατεβαίνει. Θα πάω όπου μου κατέβει.
[μσν. κατεβαίνω < αρχ. καταβαίνω, νέος ενεστ. κατεβ- με βάση την “εσωτερική αύξηση” κατ-έ-βην του αρχ. ρ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατεβαίνω· καταβαίνω· κατεβαίννω· κατηβαίνω.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1)
- α) Έρχομαι από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα:
- εκατέβηκα από το όρος (Πεντ. Δευτ. IX 15)·
- β) (προκ. για το Θεό, το Χριστό ή και άγγελο) έρχομαι στη γη (από τον ουρανό):
- Κατέβη γαρ εις την μήτραν Μαρίας, όπως σώσῃ το πεπλανημένον γένος των ανθρώπων (Φυσιολ. (Kaim.) 7α18)·
- εκατέβην ο Κύριος ιπί το όρος Σινά (Πεντ. Έξ. XIX 20)·
- εκ τους ουρανούς άγγελος εκατέβη (Αχιλλ. L 818)·
- γ) φρ. κατεβαίνω στον Άδη, στη γη = πεθαίνω:
- (Πανώρ. Ε´ 289), (Αλεξ. 2811)·
- δ) φρ. εκατέβη κάτω η ώρα μου = ήρθε η κρίσιμη στιγμή:
- (Αλφ. 1150).
- α) Έρχομαι από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα:
- 2) Πέφτω:
- να κατέβει απάνου τους το χαλάζι (Πεντ. Έξ. IX 19).
- 3)
- α) (Με σύστ. αντικ.) έρχομαι:
- καταβημό εκατεβήκαμε εις την αρχήν να αγοράσομε φαγί (Πεντ. Γέν. XLIII 20)·
- β) έρχομαι από το βορρά προς το νότο:
- «Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;» (Ανακάλ. 8)·
- γ) έρχομαι από τα μεσόγεια στα παράλια:
- οι τρεις των εις την θάλασσαν … κατεβήκαν (Γαδ. διήγ. 37)·
- δ) έρχομαι από το πέλαγος στη στεριά:
- Kοιτάζουν από τα βουνιά κι άρμενα κατεβαίνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18221)·
- ε) πηγαίνω προς τα ανατολικά:
- (Μαχ. 58026, 988).
- α) (Με σύστ. αντικ.) έρχομαι:
- 4) Αποχωρώ (από το θρόνο):
- Η δε Παλαιολογίνα κατέβη της βασιλείας (Πανάρ. 6616).
- 5) Αναχωρώ (από «επίσημο» οίκημα), φεύγω:
- εμπαίνναν και εκατεβαίνναν εις την αυλήν του ρηγός (Μαχ. 5221).
- 6)
- α) Προχωρώ, φθάνω (έως):
- έχει έναν τείχον με πύργους πολλούς και κατεβαίνει ως την θάλασσα (Πορτολ. Α 19831)·
- (προκ. για διήγηση):
- (Μαχ. 1625)·
- β) ξεπέφτω:
- το πταίσμα του Αδάμ … εκατέβαινεν από κακόν εις χειρότερον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 403).
- α) Προχωρώ, φθάνω (έως):
- 7) Ρέω, τρέχω· (προκ. για ποταμό):
- προς τον ποταμό οπού κατεβαίνει από το όρος (Πεντ. Δευτ. IX 21)·
- (προκ. για δάκρυα):
- (Ερωτόκρ. Ε´ 1074)·
- ήρχισαν τα ομμάτια μου να κατεβαίνου ως βρύσες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 14).
- 8) Είμαι έτοιμος για μάχη, εξορμώ:
- με τα φουσσάτα τως κι οι δυο στον κάμπο κατεβαίνου (Ερωτόκρ. Δ´ 1604)·
- είναι και ότοιμος να κατεβεί και εις τον πόλεμον μετά του (Μαχ. 19633).
- 9)
- α) Προέρχομαι:
- ήθελεν να κάψει το κακόν απόθεν εκατέβαινεν (Ασσίζ. 43618)·
- β) κατάγομαι:
- πες μου αν οχ το αίμα σου ετούτος κατεβαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [660])·
- από γενιάν ψηλή να κατεβαίνει (Πιστ. βοσκ. II 5, 31).
- α) Προέρχομαι:
- 10) Περιέρχομαι, ανήκω σε κάπ. (από κληρονομιά, συγγένεια):
- ουδέ πρέπει να έχει τό να της κατεβαίνει από συγγένειαν (Ασσίζ. 12014)·
- να γένουν δίκαιοι κλερονόμοι να λάβουν τά μέλλει να τους κατεβούν (Ασσίζ. 37824).
- 1)
- Β´ (Μτβ.) προχωρώ σε κλίση βουνού, κατήφορο, πορεία ποταμού:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 997), (Bέλθ. 1139), (Λόγ. παρηγ. L 389).
- Φρ.
- 1) Κατεβαίνω εις θέλημα, εις τον λόγον κάπ. = είμαι σύμφωνος με τη θέληση κάπ.:
- (Λίβ. Esc. 2970), (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 123).
- 2) Κατεβαίνω κάτω = υποδουλώνομαι:
- (Πεντ. Δευτ. XXVIII 43).
- Η μτχ. παρκ. καταβασμένος ως ουσ. = (προκ. για ποταμό) που κυλά ορμητικά με πολύ νερό και διάφορα υλικά:
- (Χρον. Τόκκων 438).
[<αρχ. καταβαίνω. Ο τ. κατη‑ στο Somav. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.