Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταψύχω [katapsíxo] -ομαι Ρ αόρ. κατέψυξα και κατάψυξα, απαρέμφ. καταψύξει, παθ. αόρ. καταψύχθηκα, απαρέμφ. καταψυχθεί, μππ. καταψυγμένος και κατεψυγμένος* : υποβάλλω κτ., συνήθ. τρόφιμα, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία για να συντηρηθεί και να μην υποστεί φυσικές αλλοιώσεις: Tα ψάρια καταψύχονται μόλις αλιευθούν. Δεν επιτρέπεται να καταψύχονται πάλι τρόφιμα που έχουν αποψυχθεί. Kαταψυγμένα κοτόπουλα.
[λόγ. < αρχ. καταψύχω `δροσίζω, κρυώνω κτ.΄ σημδ. γαλλ. réfrigérer, surgeler ή αγγλ. refrigerate]