Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταψηφίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταψηφίζω [katapsifízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω αρνητική ψήφο σε κπ. ή σε κτ. ή δεν του δίνω την ψήφο μου. ANT υπερψηφίζω: Tο νομοσχέδιο / η πρόταση καταψηφίστηκε με εκατόν ογδόντα ψήφους κατά και με εκατόν είκοσι υπέρ. Ο λαός καταψήφισε πάλι τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. καταψηφίζομαι `καταδικάζω με ψήφο΄ σημδ. γαλλ. voter contre, ενεργ. κατά το γαλλ. voter και κατά το ψηφίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταψηφίζω.
  • Υπολογίζω, καταμετρώ:
    • ανακομίζουν κατ’ αριθμόν τα βρώματα, ά και καταψηφίζουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 954
    • πλήθος εις εξακοσίας χιλιάδας κατεψηφίσθη (Δούκ. 314).

[<πρόθ. κατά + ψηφίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες