Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχώνω [kataxóno] -ομαι Ρ1 μππ. και καταχωσμένος : βάζω, χώνω κτ. πολύ βαθιά μέσα στη γη και το σκεπάζω εντελώς: Έσκαψε και κατάχωσε ό,τι πολύτιμο είχε για να μην το βρουν οι ξένοι. Bρέθηκε ένα κιβώτιο καταχωμένο στα θεμέλια του σπιτιού. || καταχωνιάζω.
[μσν. καταχώνω < αρχ. καταχώννυμι μεταπλ. κατά το χώννυμι > χώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταχώνω.
-
- Κατασκεπάζω, παραχώνω, θάβω:
- ο ναός κατέχωσεν άρδην τους ιερείς της αισχύνης (Διήγ. αναιρεθ. 8345).
- Η μτχ. ως επίθ. = κρυφός:
- στράτα καταχωσμένη, σκοτεινή περίσσια (Πιστ. βοσκ. IV 3, 222).
[<αρχ. καταχώννυμι ‑ύω. Το μέσ. στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Κατασκεπάζω, παραχώνω, θάβω: