Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταχώρεση η.
-
- Υποταγή, υποχώρηση:
- (Φαλιέρ., Θρ. 75).
[<καταχωρώ + κατάλ. ‑ση]
- Υποταγή, υποχώρηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχώρηση η [kataxórisi] Ο33 : καταχώριση.
[λόγ. καταχωρη- (καταχωρώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχωρίζω [kataxorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γράφω κτ. σε ορισμένη σειρά και θέ ση, σε ειδικό βιβλίο, κατάλογο κτλ., ή το κρατώ στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή: Οι γάμοι / οι θάνατοι καταχωρίζονται στα οικεία βιβλία του ληξιαρχείου. Ο αρμόδιος υπάλληλος καταχώρισε την αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου τριάντα. Tα έσοδα και οι δαπάνες είναι καταχωρισμένα σε λογιστικά βιβλία. || Aυτό το γεγονός θα καταχωριστεί στις δέλτους της ιστορίας, θα καταγραφεί. 2. δημοσιεύω κτ. σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, κυρίως για πληρωμένη δημοσίευση μικρής αγγελίας, διαφήμισης, δήλωσης κτλ.
[λόγ. < ελνστ. καταχωρίζω `εγγράφω σε κατάλογο΄, αρχ. σημ.: `βάζω στη θέση του΄ (διαφ. το ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταχωρίζω.
-
- 1) Χωρίζω, διασπώ:
- πέντε χιλιάδες μας ηύρηκαν και ου κατεχώρισάν μας (Διγ. Esc. 1321).
- 2) Ξεχωρίζω:
- όσοι κατεχωρίσθησαν στην πόρταν του Αμουράτη, ουδέ τινάς εγλύτωσεν (Παρασπ., Βάρν. C 416).
[<πρόθ. κατά + χωρίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Χωρίζω, διασπώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχώριση η [kataxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταχωρίζω. 1. εγγραφή στοιχείων σε ειδικό βιβλίο και σε ορισμένη θέση ή εναποθήκευση στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή με την κατάλληλη διαδικασία: Έγινε η ~ των ονομάτων στους πίνακες των επιτυχόντων. H ~ των εξόδων γίνεται στη δεξιά στήλη του λογιστικού βιβλίου. Έγινε έλεγχος στις καταχωρίσεις των κονδυλίων. 2. δημοσίευση ενός κειμένου σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. || το δημοσίευμα: Διάβασα την ~ του ισολογισμού της εταιρείας.
[λόγ. καταχωρι- (καταχωρίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχωρώ [kataxoró] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω.
[λόγ. < ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ σε αίτημα΄, με σφαλερή ταύτιση προς το καταχωρίζω από το συνοπτ. θ. καταχωρισ-]