Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχωρώ [kataxoró] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω.
[λόγ. < ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ σε αίτημα΄, με σφαλερή ταύτιση προς το καταχωρίζω από το συνοπτ. θ. καταχωρισ-]