Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχρώμαι [kataxróme] Ρ10.8β : κάνω κατάχρηση. 1. ιδιοποιούμαι, κρατώ για τον εαυτό μου χρήματα, που μου έχουν αναθέσει να φυλάγω ή να διαχειρίζομαι για λογαριασμό τρίτων· κάνω κατάχρηση, υπεξαιρώ: Ο ταμίας της τράπεζας / της εταιρείας καταχράστηκε μεγάλα ποσά. 2. κάνω υπερβολική, εγωιστική και κακή χρήση δικαιώματος ή ευνοϊκής μεταχείρισης που μου παρέχεται· εκμεταλλεύομαι: Kαταχράστηκε την εμπιστοσύνη μου / (σε λόγια σύνταξη) της εμπιστοσύνης μου και με εξαπάτησε. Δε θα ήθελα να καταχραστώ την υπομονή σας και να σας κουράσω περισσότερο. Είναι άνθρωπος που καταχράται την καλοσύνη των άλλων.
[λόγ.: 2: αρχ. καταχρῶμαι· 1: ελνστ. σημ.: `ξοδεύω μέχρι τέρμα΄]