Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταχρηστικός -ή -ό [kataxristikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κατάχρηση2, που υπερβαίνει τα επιτρεπτά ή ανεκτά όρια: H απεργία κηρύχτηκε παράνομη και καταχρηστική. 2. που γίνεται ή που λέγεται κατά παρέκκλιση του συνηθισμένου, κατ΄ εξαίρεση του κανόνα: Kαταχρηστική σημασία μιας λέξης. Kαταχρηστική εφαρμογή ενός νόμου. || (γραμμ.) καταχρηστικές προθέσεις, που δε χρησιμοποιούνται σε σύνθεση, με εξαίρεση την πρόθεση “πλην”. καταχρηστική δίφθογγος, κάθε συνδυασμός του [i] πριν από ένα άλλο φωνήεν ή δίφθογγο, που προφέρεται σε μία συλλαβή. || (μαθημ.) καταχρηστικά κλάσματα, στα οποία ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή.
καταχρηστικά ΕΠIΡΡ: H λέξη “μέχρι” ονομάζεται ~ πρόθεση. Δέχτηκαν αιτήσεις ~ μία μέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας. [λόγ.: 1: ελνστ. καταχρηστικός `με σφαλερή γραμματική χρήση΄ κατά τη σημ. του κατάχρηση2· 2: σημδ. γαλλ. impropre]